- στείρα
- (I)η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. στείρη Ανεοελλ.ναυτ. ισχυρή χαλύβδινη δοκός ή χαλύβδινο κατασκεύασμα που υψώνεται κατακόρυφα από την τρόπιδα τού σκάφους στο πρωραίο άκρο του και πάνω στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα τής εξωτερικής επένδυσης τού πλοίου, κν. κοράκι (α. «κατακόρυφη στείρα» β. «ευθύγραμμη στείρα» γ. «καμπυλωμένη στείρα»)μσν.-αρχ.η τρόπιδα τού πλοίου και μάλιστα το μέρος που διασχίζει τα κύματααρχ.εσφ. γρφ. τού σπείρα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στεῖρα (< *στερ-jα, πρβλ. πρῷρα), με τεχνική σημ., ανάγεται στη ρίζα *ster- τoύ στερεός (βλ. λ. στερεός)].————————(II)και στεῑρος, ἡ, Α1. αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά, η παρθένος2. αυτή που έχει περάσει πλέον την ηλικία τής αναπαραγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στεῖρα (< *στερ- jα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster- «άγονος, στείρος» (βλ. και λ. στερεός) και συνδέεται με τα αρμεν. sterj «στείρα», αρχ. ινδ. starĩ- και με επίθημα -lis, το λατ. sterilis. Από το θηλ. στεῖρα σχηματίστηκε υποχωρητικά το επίθ. στείρος, -α, -ο(ν). Ο αρχ. τ., τέλος, τού θηλ. στεῖρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.